- κατάρρους
- κατάρροοςdown-flowingmasc acc pl (attic)κατάρροοςdown-flowingmasc nom sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάρρους — ουν (AM κατάρρους, ουν και κατάρροος, οον) [καταρρέω] το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους η καταρροή, το συνάχι μσν. αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῑλος», Φιλόστρ.) 2. γεμάτος από χειμάρρους αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάρρους,… … Dictionary of Greek
κατάρρους — ο ου 1. ροή προς τα κάτω. 2. (ιατρ.), νοσηρή αύξηση της συνηθισμένης έκκρισης κάποιου βλεννογόνου, η καταρροή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… … Dictionary of Greek
στηθοκατάρρους — ο, Ν ιατρ. κατάρρους τού στήθους, παλαιός όρος για την τραχειίτιδα και τη βρογχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάρρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Ι. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
νεοσύστατος — η, ο (Α νεοσύστατος, ον) αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα αρχ. 1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός… … Dictionary of Greek
ρινικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους» 2. φρ. α. «ρινικός αδένας» βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα… … Dictionary of Greek
στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… … Dictionary of Greek
συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] … Dictionary of Greek